- αντικατάλλαξις
- ἀντικατάλλαξις, η (Α)εμπορικό κέρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικαταλλάξεις — ἀντικατάλλαξις profits of commerce fem nom/voc pl (attic epic) ἀντικατάλλαξις profits of commerce fem nom/acc pl (attic) ἀντικαταλλάσσομαι exchange aor subj act 2nd sg (epic) ἀντικαταλλάσσομαι exchange fut ind act 2nd sg ἀντικατᾱλλάξεις ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικατάλλαξιν — ἀντικατάλλαξις profits of commerce fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)